υποχοντριάζω

υποχοντριάζω
Ν
βλ. υποχονδριάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποχοντριάζω — υποχοντρίασα, αμτβ., έχω υποχοντρία (βλ. λ.), γίνομαι υποχοντριακός (βλ. λ.), παραξενιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποχονδριάζω — και υποχοντριάζω Ν [υποχόνδριος / υποχόντριος] γίνομαι υποχονδριακός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”